στο λεξικό PONS
Kon·sor·ti·um <-s, -ien> [kɔnˈzɔrtsiʊm, πλ -tsiən] ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ
- Konsortium
-
- Konsortium
-
-
- Konsortium ουδ <-s, -ti·en> ειδικ ορολ
-
- Konsortium ουδ <-s, -ti·en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Konsortium ΟΥΣ ουδ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.