shan't [ʃɑ:nt, αμερικ ʃænt]
shan't = shall not, shall
shall [ʃæl, ʃəl] ΡΉΜΑ βοηθ ρήμα
2. shall esp βρετ (ought to, must):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
