στο λεξικό PONS
quor·um [ˈkwɔ:rəm] ΟΥΣ
1. quorum (in a society, gathering):
- quorum
- Quorum ουδ <-s, -ren> τυπικ
2. quorum ΟΙΚΟΝ, ΝΟΜ:
- quorum
-
- Quorum
- quorum
-
- quorum τυπικ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
quorum ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Quorum ουδ
-
- quorum
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.