στο λεξικό PONS
out·ˈgo·ing ΕΠΊΘ
1. outgoing επιβεβαιωτ (extroverted):
2. outgoing προσδιορ (retiring):
3. outgoing (outward bound):
- Postausgang ΕΜΠΌΡ
- outgoing mail
-
- outgoing goods πλ
-
- outgoing mail no πλ, no αόρ άρθ
-
- outgoing goods
-
- outgoing
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
outgoing item ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- outgoing item
- Kassenabgang αρσ
-
- outgoing item
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.