στο λεξικό PONS
I. mi·nor·ity [maɪˈnɒrəti, αμερικ -ˈnɔ:rət̬i] ΟΥΣ
1. minority (the smaller number):
2. minority (racial/ethnic group):
3. minority ΝΟΜ:
II. mi·nor·ity [maɪˈnɒrəti, αμερικ -ˈnɔ:rət̬i] ΟΥΣ modifier
minority (interests, party, protection, rights, vote):
par·tici·pa·tion [pɑ:ˌtɪsɪˈpeɪʃən, αμερικ pɑ:rˌtɪsəˈ-] ΟΥΣ no pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
minority participation ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
participation ΟΥΣ
- participation ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- Partizipation θηλ
- participation ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- Teilhabe θηλ
- participation ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- minor
- minor approach
- Minorca
- Minorcan
- minor highway
- minority participation
- minority shareholder
- minority stake
- minor league
- minor orders
- minor planet