στο λεξικό PONS
me·dia·tion [ˌmi:diˈeɪʃən] ΟΥΣ no pl
- mediation
-
- mediation
- Mediation θηλ <-, -en> ειδικ ορολ
me·diˈa·tion com·mit·tee ΟΥΣ
- mediation committee
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
mediation ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- mediation (Ausgleich, z. B. bei Tarifverhandlungen)
- Vermittlung θηλ
-
- mediation
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.