στο λεξικό PONS
II. me·dian [ˈmi:diən] ΟΥΣ
2. median αμερικ, αυστραλ (central reservation):
bar·ri·er [ˈbæriəʳ, αμερικ ˈberiɚ] ΟΥΣ
1. barrier:
median ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
median barrier αμερικ ΥΠΟΔΟΜΉ, transport safety
median αμερικ ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.