loco1 [ˈləʊkəʊ, αμερικ ˈloʊkoʊ] ΟΥΣ οικ
loco συντομογραφία: locomotive
- loco
-
I. lo·co·mo·tive [ˌləʊkəˈməʊtɪv, αμερικ ˌloʊkəˈmoʊt̬-] ΟΥΣ
II. lo·co·mo·tive [ˌləʊkəˈməʊtɪv, αμερικ ˌloʊkəˈmoʊt̬-] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
loco2 [ˈləʊkəʊ, αμερικ ˈloʊkoʊ] ΟΥΣ
loco ΝΟΜ συντομογραφία: in loco parentis
I. in loco pa·ren·tis [ɪnˌləʊkəʊpəˈrentɪs, αμερικ -ˌloʊkoʊpəˈrent̬-] ΕΠΊΘ κατηγορ, αμετάβλ τυπικ
I. in loco pa·ren·tis [ɪnˌləʊkəʊpəˈrentɪs, αμερικ -ˌloʊkoʊpəˈrent̬-] ΕΠΊΘ κατηγορ, αμετάβλ τυπικ
tender locomotive, tender loco ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.