στο λεξικό PONS
la·bor ef·ˈfi·cien·cy ΟΥΣ no pl αμερικ
labor efficiency → labour efficiency
la·bour ef·ˈfi·cien·cy ΟΥΣ βρετ
la·bour ef·ˈfi·cien·cy ΟΥΣ βρετ
ef·fi·cien·cy [ɪˈfɪʃən(t)si] ΟΥΣ
1. efficiency no pl (proficiency):
- efficiency of a company
-
- efficiency of a system
-
- efficiency of a system
-
- efficiency of a person
-
- efficiency of a method
-
- efficiency of a method
-
2. efficiency no pl (frugality):
3. efficiency ειδικ ορολ (of a machine, an engine):
4. efficiency αμερικ (apartment):
II. La·bour [ˈleɪbəʳ] βρετ ΟΥΣ modifier ΠΟΛΙΤ
La·bor [ˈleɪbəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ ΠΟΛΙΤ
1. Labor αμερικ → Labour
2. Labor αυστραλ (Australian political party):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
labor efficiency ΟΥΣ
labor efficiency CTRL αμερικ:
labour efficiency ΟΥΣ
labour efficiency CTRL βρετ:
efficiency ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
efficiency ΟΥΣ CTRL
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.