στο λεξικό PONS
sup·pres·sion [səˈpreʃən] ΟΥΣ no pl
1. suppression (act of ending):
2. suppression of anger, individuality:
3. suppression of evidence, information:
4. suppression ΙΑΤΡ:
5. suppression ΗΛΕΚ:
6. suppression ΨΥΧ:
im·mune [ɪˈmju:n] ΕΠΊΘ κατηγορ
2. immune μτφ (not vulnerable):
3. immune ΠΟΛΙΤ, ΝΟΜ (exempt):
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
immune suppression ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- immorally
- immortal
- immortalise
- immortality
- immortalize
- immune suppression
- immune system
- immunisation
- immunise
- immunity
- immunization