I. hyp·not·ic [hɪpˈnɒtɪk, αμερικ -ˈnɑ:t̬ɪk] ΕΠΊΘ
1. hypnotic:
2. hypnotic (fascinating):
- hypnotic eyes, voice, music
-
- hypnotic eyes, voice, music
-
II. hyp·not·ic [hɪpˈnɒtɪk, αμερικ -ˈnɑ:t̬ɪk] ΟΥΣ
1. hypnotic (drug):
- hypnotic
-
- hypnotic
-
2. hypnotic (person):
- hypnotic
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.