ˈheat-re·sist·ant ΕΠΊΘ
wär·me·be·stän·dig ΕΠΊΘ
hit·ze·be·stän·dig ΕΠΊΘ
be·stän·dig ΕΠΊΘ
1. beständig προσδιορ (ständig):
2. beständig (gleich bleibend):
3. beständig (widerstandsfähig):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.