στο λεξικό PONS
extraor·di·nary am·ˈbas·sa·dor ΟΥΣ
am·bas·sa·dor [æmˈbæsədəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. ambassador (of a country):
2. ambassador (authorized messenger):
extraor·di·nary [ɪkˈstrɔ:dənəri, αμερικ -ˈstrɔ:rdəneri] ΕΠΊΘ
1. extraordinary:
2. extraordinary (strange):
3. extraordinary (additional):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
extraordinary ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.