στο λεξικό PONS
I. eth·nic [ˈeθnɪk] ΕΠΊΘ
1. ethnic αμετάβλ (ethnological):
2. ethnic (national):
II. eth·nic [ˈeθnɪk] ΟΥΣ αμερικ, αυστραλ
I. mi·nor·ity [maɪˈnɒrəti, αμερικ -ˈnɔ:rət̬i] ΟΥΣ
1. minority (the smaller number):
2. minority (racial/ethnic group):
3. minority ΝΟΜ:
II. mi·nor·ity [maɪˈnɒrəti, αμερικ -ˈnɔ:rət̬i] ΟΥΣ modifier
minority (interests, party, protection, rights, vote):
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
ethnic minority [ˈeθnɪkˌmaɪˌnɒrəti] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.