στο λεξικό PONS
en·ˈhance·ment tech·nol·ogy ΟΥΣ usu pl
en·hance·ment [ɪnˈhɑ:n(t)smənt, αμερικ -ˈhæn(t)s-] ΟΥΣ
I. tech·nol·ogy [tekˈnɒləʤi, αμερικ -ˈnɑ:l-] ΟΥΣ
II. tech·nol·ogy [tekˈnɒləʤi, αμερικ -ˈnɑ:l-] ΟΥΣ modifier
technology (research, transfer):
enhancement ΟΥΣ
technology ΟΥΣ
- technology ΣΧΟΛ
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
enhancement ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- engraver
- engraving
- engross
- engrossed
- engrossing
- enhancement technology
- enhancer
- enhancing
- enharmonic
- enigma
- enigmatically