στο λεξικό PONS
Auf·wer·tung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Aufwertung (das Aufwerten):
2. Aufwertung (höhere Bewertung):
- Aufwertung
-
-
- kreative Aufwertung
-
- Aufwertung θηλ
- revaluation of a currency
- Aufwertung θηλ <-, -en>
- gentrification ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ
-
- appreciation of a currency
- Aufwertung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Aufwertung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Aufwertung θηλ
-
- Aufwertung θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.