στο λεξικό PONS
Sa·nie·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Sanierung (Renovierung):
- Sanierung
-
2. Sanierung:
3. Sanierung οικ (Bereicherung):
- Sanierung
-
4. Sanierung ΟΙΚΟΛ:
- Sanierung Boden
-
- remediation (esp environmental)
- Sanierung θηλ
-
- Sanierung θηλ <-, -en>
-
- Sanierung θηλ <-, -en>
-
- Sanierung θηλ <-, -en>
-
- Sanierung θηλ <-, -en>
- gentrification ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ
-
-
- Sanierung θηλ <-, -en>
-
- Sanierung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Sanierung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Sanierung
-
-
- Sanierung θηλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Sanierung
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Sanierung
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.