στο λεξικό PONS
en·ˈgage·ment dia·ry ΟΥΣ βρετ
en·gage·ment [ɪnˈgeɪʤmənt, αμερικ enˈ-] ΟΥΣ
1. engagement (appointment):
2. engagement ΣΤΡΑΤ:
3. engagement (formal agreement to marry):
- to announce the engagement of sb
- jds Verlobung verkündigen
4. engagement ΤΕΧΝΟΛ:
5. engagement ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ (obligation):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
engagement ΟΥΣ handel
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- enforcer
- enfranchise
- enfranchisement
- engage
- engagé
- engagement diary
- engagement letter
- engagement ring
- engaging
- Engelskopf
- engender