στο λεξικό PONS
I. dis·pos·able [dɪˈspəʊzəbl̩, αμερικ -ˈspoʊ-] ΕΠΊΘ
1. disposable articles:
2. disposable (dismissible):
3. disposable ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
II. dis·pos·able [dɪˈspəʊzəbl̩, αμερικ -ˈspoʊ-] ΟΥΣ
- disposables pl
-
dis·pos·able ˈin·come ΟΥΣ no pl
dis·pos·able ˈlenses ΟΥΣ pl
dis·pos·able ˈcam·era ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
disposable ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
disposable income ΟΥΣ ΦΟΡΟΛ
disposable profit ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
disposable income ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
disposable bottle, non-returnable bottle ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.