στο λεξικό PONS
de·part·men·tal ˈman·ag·er ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
de·part·men·tal [ˌdɪpɑ:tˈməntəl, αμερικ -ˈpɑ:rt-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. departmental ΠΑΝΕΠ:
2. departmental (in company or organization):
3. departmental ΠΟΛΙΤ:
4. departmental ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ:
man·ag·er [ˈmænɪʤəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. manager:
2. manager ΑΘΛ (coach):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.