στο λεξικό PONS
col·lec·tor [kəˈlektəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. collector (of objects):
2. collector (of payments):
3. collector ΗΛΕΚ:
col·ˈlec·tor's piece ΟΥΣ
col·ˈlec·tor's item ΟΥΣ
ˈdebt col·lec·tor ΟΥΣ
ˈgar·bage col·lec·tor ΟΥΣ αμερικ, καναδ (dustman)
collector ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
debt collector ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
collector road ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.