cla·mor ΟΥΣ ΡΉΜΑ αμετάβ αμερικ
clamor → clamour
I. cla·mour, αμερικ cla·mor [ˈklæməʳ, αμερικ -ɚ] ΡΉΜΑ αμετάβ
II. cla·mour, αμερικ cla·mor [ˈklæməʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. clamour:
I. cla·mour, αμερικ cla·mor [ˈklæməʳ, αμερικ -ɚ] ΡΉΜΑ αμετάβ
II. cla·mour, αμερικ cla·mor [ˈklæməʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. clamour:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.