στο λεξικό PONS
ˈcho·ral schol·ar ΟΥΣ
schol·ar [ˈskɒləʳ, αμερικ ˈskɑ:lɚ] ΟΥΣ ΠΑΝΕΠ
1. scholar (academic):
2. scholar (good learner):
3. scholar (holder of scholarship):
cho·ral [ˈkɔ:rəl] ΕΠΊΘ
scholar ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.