στο λεξικό PONS
Labor Department ΟΥΣ
de·part·ment [dɪˈpɑ:tmənt, αμερικ -ˈpɑ:rt-] ΟΥΣ
1. department (of university):
2. department (of company, organization, shop):
3. department βρετ ΠΟΛΙΤ (of government):
4. department ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ:
II. La·bour [ˈleɪbəʳ] βρετ ΟΥΣ modifier ΠΟΛΙΤ
La·bor [ˈleɪbəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ ΠΟΛΙΤ
1. Labor αμερικ → Labour
2. Labor αυστραλ (Australian political party):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.