στο λεξικό PONS
gov·er·nor [ˈgʌvənəʳ, αμερικ -ɚnɚ] ΟΥΣ
1. governor ΠΟΛΙΤ:
- governor
-
2. governor βρετ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ:
3. governor βρετ οικ (one's boss):
- governor
-
4. governor αμερικ ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
5. governor ΑΥΤΟΚ, ΜΗΧΑΝΙΚΉ:
- governor
-
gov·er·nor-ˈgen·er·al <pl governors-general [or -s]> ΟΥΣ
- governor-general
-
lieu·ten·ant ˈgov·er·nor ΟΥΣ ΠΟΛΙΤ
- lieutenant governor
- Vizegouverneur αρσ
pris·on ˈgov·er·nor ΟΥΣ βρετ
- prison governor
-
- Gouverneur(in)
- governor
- Statthalter(in)
- governor
- Regler ΑΥΤΟΚ
- governor
-
- prison governor βρετ
-
- Governor
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
central bank governor ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
governor ΥΠΟΔΟΜΉ
- governor
-
- governor
-
fly bell governor
-
- governor
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.