στο λεξικό PONS
I. Aus·sie [ˈɒzi, αμερικ ˈɑ:zi] οικ ΟΥΣ
II. Aus·sie [ˈɒzi, αμερικ ˈɑ:zi] οικ ΕΠΊΘ αμετάβλ
de·gauss·er [di:ˈgaʊsəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ Η/Υ
less·er [ˈlesəʳ, αμερικ -ɚ] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. lesser (smaller in amount):
2. lesser (lower):
ˈass-kiss·er ΟΥΣ αμερικ, καναδ χυδ
doss·er [ˈdɒsəʳ] ΟΥΣ
1. dosser βρετ μειωτ αργκ:
dress·er [ˈdresəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. dresser (person):
2. dresser ΘΈΑΤ (actor's assistant):
4. dresser αμερικ, καναδ (chest of drawers):
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
lesser calendine [ˌleseˈkæləndaɪn] ΟΥΣ
mussel [ˈmʌsl] ΟΥΣ
swan mussel
lesser black backed gull
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.