Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
unnecessary [βρετ ʌnˈnɛsəs(ə)ri, αμερικ ˌənˈnɛsəˌsɛri] ΕΠΊΘ
- such unpleasantness was unnecessary
-
- entirely innocent, different, unnecessary
-
στο λεξικό PONS
unnecessary [ʌnˈnesəsrɪ, αμερικ -serɪ] ΕΠΊΘ
1. unnecessary (not necessary):
- unnecessary
-
2. unnecessary (uncalled for):
- unnecessary
-
-
- unnecessary complications
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.