Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
meaningful [βρετ ˈmiːnɪŋfʊl, ˈmiːnɪŋf(ə)l, αμερικ ˈminɪŋfəl] ΕΠΊΘ
1. meaningful (significant):
2. meaningful (profound):
3. meaningful (eloquent):
- meaningful look, smile
-
- meaningful gesture
-
4. meaningful (constructive):
- meaningful discussion, talk
-
- meaningful act, work
-
- deeply meaningful
-
στο λεξικό PONS
-
- meaningful
-
- meaningful
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.