meanly [βρετ ˈmiːnli, αμερικ ˈminli] ΕΠΊΡΡ
1. meanly (ungenerously):
- meanly distribute
-
- meanly mark
-
2. meanly (poorly):
- meanly dressed, housed
-
3. meanly (nastily):
- meanly behave, say
-
-
- meanly
- chichement donner, accorder
- meanly βρετ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.