Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. forbid <μετ ενεστ forbidding, prét forbad, forbade, μετ παρακειμ forbidden> [βρετ fəˈbɪd, αμερικ fərˈbɪd] ΡΉΜΑ μεταβ
1. forbid (disallow):
I. forbid <μετ ενεστ forbidding, prét forbad, forbade, μετ παρακειμ forbidden> [βρετ fəˈbɪd, αμερικ fərˈbɪd] ΡΉΜΑ μεταβ
1. forbid (disallow):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- forbade
- forbad forbade
- forbear
- forbearance
- forbearing
- forbid forbidden
- forbore
- forborne
- force
- force back
- forced