Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
clause [βρετ klɔːz, αμερικ klɔz] ΟΥΣ
1. clause ΓΛΩΣΣ:
-
- proposition θηλ
2. clause:
-
- disposition θηλ
basket [βρετ ˈbɑːskɪt, αμερικ ˈbæskət] ΟΥΣ
1. basket:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- basilisk
- basin
- basinful
- basis
- bask
- basket clause
- basketful
- basketmaker
- basketmaking
- basketwork
- basking shark