Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: πεθαίνω , αποθυμώ , επιθυμώ , πείθω , λιποθυμώ και ευθυμώ

επιθυμ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛpiθiˈmɔ] VERB μεταβ

1. επιθυμώ (θέλω, έχω επιθυμία):

2. επιθυμώ (λαχταρώ):

3. επιθυμώ (ποθώ ερωτικά):

I . πεθ|αίνω <-ανα, -αμένος> [pɛˈθɛnɔ] VERB μεταβ (σκοτώνω)

II . πεθ|αίνω <-ανα, -αμένος> [pɛˈθɛnɔ] VERB αμετάβ

ευθυμ|ώ <-είς, -ησα> [ɛfθiˈmɔ] VERB αμετάβ

λιποθυμ|ώ [lipɔθiˈmɔ], λιγοθυμ|ώ [liɣɔθiˈmɔ] <-άς, -ησα, -ισμένος> VERB αμετάβ

πεί|θω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈpiθɔ] VERB μεταβ

2. πείθω (με οτιδήποτε λόγια, φέρνω βόλτα):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский