Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πειθαρχία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πειθαρχία [piθarˈçia] SUBST θηλ

πειθαρχία
Disziplin θηλ
χωρίς πειθαρχία
κομματική πειθαρχία

Παραδειγματικές φράσεις με πειθαρχία

κομματική πειθαρχία
χωρίς πειθαρχία
δημοσιονομική πειθαρχία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский