Ελληνικά » Γερμανικά

πεί|θω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈpiθɔ] VERB μεταβ

1. πείθω (κάνω κάποιον να συμφωνήσει):

πείθω

2. πείθω (με οτιδήποτε λόγια, φέρνω βόλτα):

πείθω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский