Ελληνικά » Γερμανικά

λεβεντιά [lɛvɛnˈdja] SUBST θηλ

1. λεβεντιά (αρρενωπό παράστημα):

Männlichkeit θηλ

2. λεβεντιά (θάρρος):

Tapferkeit θηλ

3. λεβεντιά (γενναιοδωρία, γενναία στάση):

Großmut θηλ

λιόντισσα [ˈʎɔndisa] SUBST θηλ

αφέντης [aˈfɛndis] SUBST αρσ, αφέντισσα, αφέντρα [aˈfɛndisa [ή aˈfɛndra] ] SUBST θηλ

1. αφέντης (άρχοντας, εξουσιαστής):

Herr(in) αρσ (θηλ)

2. αφέντης (αφεντικό):

Chef(in) αρσ (θηλ)

πολυτεχνίτης [pɔlitɛxˈnitis] SUBST αρσ, πολυτεχνίτισσα [pɔlitɛxˈnitisa], πολυτεχνίτρα [pɔlitɛxˈnitra] SUBST θηλ

λεβέντης (λεβέντισσα) [lɛˈvɛndis, lɛˈvɛndisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. λεβέντης (άντρας):

λεβέντης (λεβέντισσα)
ganzer Kerl αρσ

2. λεβέντης (γυναίκα):

λεβέντης (λεβέντισσα)
prächtige Frau θηλ

φαφούτ|ης <-ηδες> [faˈfutis] SUBST αρσ, φαφούτα [faˈfuta], φαφούτισσα [faˈfutisa] SUBST θηλ

αναβάτης [anaˈvatis] SUBST αρσ, αναβάτρια [anaˈvatria], αναβάτισσα [anaˈvatisa] SUBST θηλ

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST αρσ, προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST θηλ

συνεργάτης [sinɛrˈɣatis] SUBST αρσ, συνεργάτρια [sinɛrˈɣatria], συνεργάτισσα [sinɛrˈɣatisa] SUBST αρσ/θηλ

Αρμένιος [arˈmɛniɔs], Αρμένης [arˈmɛnis] SUBST αρσ, Αρμένια [arˈmɛnia], Αρμένισσα [arˈmɛnisa] SUBST θηλ

αλμπάν|ης <-ηδες> [alˈbanis] SUBST αρσ, αλμπάνισσα [alˈbanisa] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский