Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λεγάμενος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λεγάμεν|ος (-η) [lɛˈɣamɛn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. λεγάμενος ειρων (ο εν λόγω):

λεγάμενος (-η)
Besagte(r) mf

2. λεγάμενος (εραστής):

λεγάμενος (-η)
Liebhaber(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский