Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λεβεντιά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λεβεντιά [lɛvɛnˈdja] SUBST θηλ

1. λεβεντιά (αρρενωπό παράστημα):

λεβεντιά
Männlichkeit θηλ

2. λεβεντιά (θάρρος):

λεβεντιά
Tapferkeit θηλ

3. λεβεντιά (γενναιοδωρία, γενναία στάση):

λεβεντιά
Großmut θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский