Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξουσιοδοτημένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξουσιοδοτημένος μέτοχος
εξουσιοδοτημένος έμπορος
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „εξουσιοδοτημένος“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

εξουσιοδοτημένος
εξουσιοδοτημένος αρσ (εξουσιοδοτημένη) θηλ
εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος αρσ (εξουσιοδοτημένη αντιπρόσωπος) θηλ
αρμόδιος, εξουσιοδοτημένος
μη εξουσιοδοτημένος αρσ (μη εξουσιοδοτημένη) θηλ
εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος αρσ (εξουσιοδοτημένη αντιπρόσωπος) θηλ
δεν είμαι εξουσιοδοτημένος γι' αυτό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский