Ελληνικά » Γερμανικά

εικονικ|ός <-ή, -ό> [ikɔniˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εικονικός (κατ' εικόνα, παραστατικός):

εικονικός

3. εικονικός (φαινομενικός):

εικονικός
scheinbar, Schein-

Παραδειγματικές φράσεις με εικονικός

εικονικός πλειοδότης
εικονικός εταίρος
εικονικός γάμος
Scheinehe θηλ
εικονικός έμπορος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский