Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έμπορος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έμπορος [ˈɛmbɔrɔs], έμπορας [ˈɛmbɔras] SUBST αρσ, εμπόρισσα [ɛmˈbɔrisa] SUBST θηλ

1. έμπορος:

έμπορος
Händler(in) αρσ (θηλ)
έμπορος
Kaufmann αρσ
έμπορος
Kauffrau θηλ
έμπορος αυτοκινήτων
Autohändler(in) αρσ (θηλ)
έμπορος δημητριακών
Getreidehändler(in) αρσ (θηλ)
εικονικός έμπορος
έμπορος εισαγωγών
Einfuhrhändler(in) αρσ (θηλ)
ενδιάμεσος έμπορος
έμπορος έργων τέχνης
Kunsthändler(in) αρσ (θηλ)
Einzelhändler(in) αρσ (θηλ)
έμπορος ξυλείας
Holzhändler(in) αρσ (θηλ)
Edelmetallhändler(in) αρσ (θηλ)

2. έμπορος (ως ονομασία του επαγγέλματος):

έμπορος
Kaufmann αρσ
έμπορος
Kauffrau θηλ
die Kaufleute πλ

Παραδειγματικές φράσεις με έμπορος

έμπορος αυτοκινήτων
Autohändler(in) αρσ (θηλ)
έμπορος δημητριακών
Getreidehändler(in) αρσ (θηλ)
εικονικός έμπορος
έμπορος εισαγωγών
Einfuhrhändler(in) αρσ (θηλ)
ενδιάμεσος έμπορος
έμπορος ξυλείας
Holzhändler(in) αρσ (θηλ)
Einzelhändler(in) αρσ (θηλ)
έμπορος αρσ λιανικής πώλησης
έμπορος έργων τέχνης
Kunsthändler(in) αρσ (θηλ)
Edelmetallhändler(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский