Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενδιάμεσος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

II . ενδιάμεσ|ος <-η, -ο> [ɛnðiˈamɛsɔs] SUBST αρσ/θηλ (μεσάζοντας)

ενδιάμεσος
Vermittler(in) αρσ (θηλ)
ενδιάμεσος χρηματοδοτήσεων
Kreditvermittler(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με ενδιάμεσος

ενδιάμεσος χρόνος
ενδιάμεσος χρηματοδοτήσεων
Kreditvermittler(in) αρσ (θηλ)
ενδιάμεσος διακόπτης
ενδιάμεσος φορέας
ενδιάμεσος μεταφορέας
ενδιάμεσος σταθμός
ενδιάμεσος χώρος
ενδιάμεσος σκοπός
ενδιάμεσος φλόκος
ενδιάμεσος προμηθευτής
ενδιάμεσος κόσμος
ενδιάμεσος έμπορος
ενδιάμεσος πωλητής
ενδιάμεσος στόχος
ενδιάμεσος όροφος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский