Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εποικώ , τροχιακό , τροχιακός , εποίκιση , εποίκηση και εποχή

τροχιακό [trɔçiaˈkɔ] SUBST ουδ ΦΥΣ

εποικ|ώ <-είς, -ησα> [ɛpiˈkɔ] VERB αμετάβ

τροχιακ|ός <-ή, -ό> [trɔçiaˈkɔs] ΕΠΊΘ ΦΥΣ

εποχή [ɛpɔˈçi] SUBST θηλ

1. εποχή (της ιστορίας):

Zeitalter ουδ
Epoche θηλ
Zeit θηλ
die Menschen αρσ πλ unserer Zeit
Atomzeitalter ουδ
Eiszeit θηλ
Steinzeit θηλ
Neolithikum ουδ
Bronzezeit θηλ
Prähistorie θηλ
Vorgeschichte θηλ

3. εποχή (μια από τις τέσσερις):

Jahreszeit θηλ

εποίκησ|η <-εις> [ɛˈpicisi] SUBST θηλ

εποίκισ|η <-εις> [ɛˈpicisi] SUBST θηλ, εποικισμός [ɛpicizˈmɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский