Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ατομική“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ατομική ψυχολογία
ατομική επιχείρηση
Einzelfirma θηλ
ατομική ιδιοκτησία
ατομική εποχή
Atomzeitalter ουδ
ατομική επιχείρηση
ατομική βόμβα
Atombombe θηλ
ατομική θεωρία
Atomtheorie θηλ
ατομική βόμβα
Atombombe θηλ
ατομική ενέργεια
Atomenergie θηλ
ατομική μάζα
Atommasse θηλ
ατομική ιδιοκτησία
ατομική εποχή
Atomzeitalter ουδ
ατομική ενέργεια
Atomenergie θηλ
(σχετική) ατομική μάζα
(relative) Atommasse θηλ
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „ατομική“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

ατομική βόμβα θηλ
ατομική εποχή θηλ
ατομική συμφωνία θηλ
ατομική σύμβαση θηλ
Einzelunternehmen ΝΟΜ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
ατομική επιχείρηση θηλ
ατομική προστασία θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский