Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ατομικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ατομικ|ός <-ή, -ό> [atɔmiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ατομικός (του ανθρώπου ως προσώπου):

ατομικός
persönlich, Privat-
das Recht ουδ ενικ des Einzelnen

Παραδειγματικές φράσεις με ατομικός

ατομικός αριθμός
Atomzahl θηλ
ατομικός αιώνας
ατομικός όγκος ΦΥΣ
ατομικός ανταγωνισμός
Atomkrieg αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский