Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ατομιστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ατομιστικ|ός <-ή, -ό> [atɔmistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ατομιστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский