Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ατονώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ατον|ώ <-είς, -ησα, -ημένος> [atɔˈnɔ] VERB αμετάβ (ενδιαφέρον, θύελλα, δυνάμεις)

ατονώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский