Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άτοπος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άτοπ|ος <-η, -ο> [ˈatɔpɔs] ΕΠΊΘ

1. άτοπος (ανάρμοστος, άστοχος):

άτοπος

2. άτοπος (παράλογος):

άτοπος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский