Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ατόφιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ατόφι|ος <-α, -ο> [aˈtɔfçɔs] ΕΠΊΘ

1. ατόφιος (ξύλο, χρυσάφι):

ατόφιος

Παραδειγματικές φράσεις με ατόφιος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский