Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άτρακτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άτρακτος [ˈatraktɔs] SUBST θηλ

1. άτρακτος ΜΗΧΑΝΙΚΉ:

άτρακτος
Welle θηλ
ελαστική άτρακτος
biegsame Welle θηλ
κοίλη άτρακτος
Hohlwelle θηλ
οδοντωτή άτρακτος
Zahnwelle θηλ

2. άτρακτος ΑΕΡΟ:

άτρακτος
Rumpf αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με άτρακτος

ελαστική άτρακτος
κοίλη άτρακτος
Hohlwelle θηλ
οδοντωτή άτρακτος
Zahnwelle θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский