Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ατού“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ατού [aˈtu] SUBST ουδ αμετάβλ

1. ατού (παιγνιόχαρτο):

ατού
Trumpf αρσ
παίζω ένα ατού
έχω όλα τα ατού

2. ατού μτφ (μέσο που βγάζει κάποιον νικητή σε διαμάχη):

ατού
Trumpf αρσ

3. ατού μτφ (πλεονέκτημα):

ατού
Plus ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский